-
1 καταμανθανω
(fut. καταμᾰθήσομαι)1) обследовать, высматривать, разведывать(τέν βασιλέος στρατιήν Her.)
2) исследовать, осматривать(τὸ τραῦμα Plut.)
3) основательно изучать, хорошо усваивать(τι Plat.; ἐκ τῶν γινομένων Arst.)
καταμεμαθηκὼς κατάβασιν εἰς τὸν ποταμὸν καὴ ἀνάβασιν τέν αὐτήν Xen. — хорошо знающий дорогу к реке и обратно4) узнавать, обнаруживатьκαταμαθὼν καταστασιαζόμενος Xen. — обнаружив, что ему оказывается сопротивление
5) замечать, видеть(μετεωριζόμενον καπνόν Xen.)
καταμάθετε τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ πῶς αὐξάνει NT. — взгляните, как растут полевые лилии6) понимать(οὕτω λέγεις ἢ ἐγὼ οὐκ ὀρθῶς καταμανθάνω; Plat.)
См. также в других словарях:
μετεωρίζω — και μετωρίζω (ΑΜ μετεωρίζω, Μ και μετωρίζω) [μετέωρος] 1. σηκώνω κάτι και τό κρατώ ψηλά ώστε να μείνει μετέωρο (α. «τά σκέλη ὑγρὰ μετεωρίζει», Ξεν. β. «ἐγὼ μὲν ἐκ μέσου διαλαβὼν τὸ δόρυ καὶ μετεωρίσας ὑπὲρ κεφαλῆς», Πλούτ.) 2. (μεσοπαθ.)… … Dictionary of Greek